ἀθλοσύνη

ἀθλοσύνη
ἀθλοσύνη, ,
A = ἆθλος, AP6.54 (Paul. Sil.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αθλοσύνη — ἀθλοσύνη, η (Μ) [ἆθλος] άθλος, αγώνισμα …   Dictionary of Greek

  • ἀεθλοσύνας — ἀεθλοσύνᾱς , ἀεθλοσύνη contest fem acc pl ἀεθλοσύνᾱς , ἀεθλοσύνη contest fem gen sg (doric aeolic) ἀεθλοσύνᾱς , ἀθλοσύνη fem acc pl ἀεθλοσύνᾱς , ἀθλοσύνη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθλοσύνας — ἀ̱θλοσύνᾱς , ἀθλοσύνη fem acc pl ἀ̱θλοσύνᾱς , ἀθλοσύνη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άθλος — Αγώνας σε περίοδο πολέμου όσο και σε καιρό ειρήνης. Συναγωνισμός, άμιλλα για την κατάκτηση επάθλου. Κατόρθωμα μετά από μεγάλη προσπάθεια και κόπο. Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για να υποδηλώσει τα κατορθώματα των μυθικών ηρώων της αρχαιότητας… …   Dictionary of Greek

  • ἀεθλοσύνην — ἀεθλοσύνη contest fem acc sg (attic epic ionic) ἀθλοσύνη fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀεθλοσύνης — ἀεθλοσύνη contest fem gen sg (attic epic ionic) ἀθλοσύνη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀθλοσυνάων — ἀ̱θλοσυνά̱ων , ἀθλοσύνη fem gen pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”